ρωμανικός

ρωμανικός
[романикос] еж. руманский.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ρωμανικός" в других словарях:

  • ρωμανικός, ρωμαντικός — ρωμανικός, ή, ό βλ. ρομανικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρωμανικός — ή, ό, Ν βλ. ρομανικός …   Dictionary of Greek

  • ρομανικός — και ρωμανικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λαούς οι οποίοι κατάγονται από τους Ρωμαίους, λατινογενής, νεολατινικός 2. φρ. α) «ρομανικές γλώσσες» γλωσσ. οι γλώσσες που προέρχονται από τη Λατινική και αποτελούν μια υποομάδα τού… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανία — (Romagna). Ονομασία του Βυζαντινού κράτους κατά τον μεσαίωνα (από το 476 μ.Χ.). Ρ. λεγόταν και περιοχή της Ιταλίας που αποτελούσε άλλοτε τμήμα του παπικού κράτους. Λεγόταν επίσης και το ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου την εποχή των Βενετών.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»